ὀλιγομαθῶς

ὀλιγομαθῶς
ὀλιγομαθής
having learnt little
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολιγομαθής — ές (Α ὀλιγομαθής, ές) αυτός που έχει μικρή μόρφωση, ανεπαρκείς γνώσεις. επίρρ... ὀλιγομαθῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει σε ολιγομαθή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + μαθής (< μανθάνω*), πρβλ. πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”